- ταναιμυκος
- ταναίμυκοςτᾰναί-μῡκος2протяжно или громко мычащий
(βοῦς Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βοῦς Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ταναίμυκος — ον, Α (για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («δέρμα ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ταναί μυκος < ταναός* «υψηλός» κατά τα συνθ. σε ταλαι , παλαι (πρβλ. ταλαί πωρος*) + μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. μεγά μυκος] … Dictionary of Greek
ταναιμύκου — ταναιμύ̱κου , ταναίμυκος far bellowing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)